οίσος

οίσος
οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α)
είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά τής οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wei- «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. *tu / -tw πρβλ. ίτυς, ιτέα) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. větvĭ «κλαδί». Ο τ. οἶσος έχει προέλθει < *FοιτFος με τροπή τού συμπλέγματος τF>σ, ενώ ο παρλλ. τ. οἰσύα ανάγεται σε τ. *Fοι-τυ-α, όπου η τροπή τού τυ > συ οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τού τ. οἶσος. Οι λ. οἶσος / οἰσύα αναφέρονται σε διαφορετικά είδη φυτών και συνδέονται με τα ἴτυς / ἰτέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οισόκαρπον — οἰσόκαρπον, τὸ (ΑΜ) ο καρπός τού φυτού οίσος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + καρπός (πρβλ. μηλό καρπον)] …   Dictionary of Greek

  • ветвь — ветка, укр. вiть, др. русск., ст. слав. вѣтвь, собир. вѣтвие, болг. ветка, ветва, вея, словен. vȇja, чеш. větev, слвц. větev; др. ступень гласного чередования: словин. vjĩtev, словен. vȋtva, польск. witwa ива . Далее, сюда же вью, вить.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • οίσαξ — οἴσαξ, ἡ (Μ) οισύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + επίθημα αξ, ακος, που απαντά συχνά σε ον. φυτών (πρβλ. θρίδ αξ, στύρ αξ] …   Dictionary of Greek

  • οίσον — οἶσον (Α) [οίσος] (κατά τον Ησύχ.) «σχοινίον» …   Dictionary of Greek

  • οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… …   Dictionary of Greek

  • οισύα — οἰσύα, ἡ (ΑΜ) μσν. το φυτό ιτιά αρχ. 1. το φυτό λυγαριά 2. φρ. «οἰσύα ἡ ἀγρία» το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίσος] …   Dictionary of Greek

  • σμίλος — ἡ, Α το φυτό μίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ] …   Dictionary of Greek

  • οἰσῶ — φέρω fero fut ind act 1st sg (doric) οἰσός withy masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯ei-1, u̯ei̯ǝ- : u̯ī- —     u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī     English meaning: to turn, bend, wind, *branch out     Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”; vielfach von biegsamen Zweigen, Flechtwerk, Rankengewächsen     Note: Root u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī : “to turn, bend, wind,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”